- σακχαρικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ζάχαρη2. χημ. αυτός που είναι σχετικός με το σάκχαρο ή αυτός που προέρχεται από χημική ένωση σακχάρου (α. «σακχαρικό άλας» β. «σακχαρικός εστέρας»)3. φρ. «σακχαρικό οξύ»χημ. κοινή ονομασία οργανικής ένωσης, ενός τετρα-υδροξυ-δικαρβονικού οξέος, ισομερούς προς το βλεννικό οξύ, που έχει την μορφή λευκού υγροσκοπικού στερεού ή σιροπιώδους διαλύματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρη / σάκχαρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στο περιοδικό Προμηθεύς].
Dictionary of Greek. 2013.